μυριοδενδροφύτευτος

μυριοδενδροφύτευτος
μυριοδενδροφύτευτος και μυριοδεντροφύτευτος, -η, -ον (Μ)
1. αυτός που είναι φυτεμένος με πάρα πολλά δέντρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριοδενδροφύτευτον
(για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν πάρα πολλά δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + δενδροφύτευτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”